διαβολάκι

διαβολάκι
το
μικρός διάβολος, ή για παιδί, πειραχτικά, τετραπέρατο και ζωηρό: Ο γιος τους είναι σωστό διαβολάκι!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαβολάκι — το 1. μικρός διάβολος 2. παιδί ζωηρό, ατίθασο, αλλά ευφάνταστο …   Dictionary of Greek

  • Diavolaki — Διαβολάκι Studio album by Nikos Karvelas Released May 1990& …   Wikipedia

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • διαβολόπαιδο — το παιδί τετραπέρατο και ζωηρό, διαβολάκι: Δεν ξεγελιέται το διαβολόπαιδο! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”